-
1 προ-λέγω
προ-λέγω (s. λέγω), 1) vor Andern auslesen, auswählen, vorziehen, Ἀϑηναίων προλελεγμένοι, Il. 13, 689; vor Andern mit Ruhm, Auszeichnung nennen, ἐξοχώτατοι προλέγονται, Pind. N. 2, 18. – 2) vorher-, voraussagen, vom Orakel, Her. 1, 53. 8, 136; Soph. O. R. 973; περὶ τῶν ϑείων προλέγων αὐτοῖς τὰ μέλλοντα, Plat. Euthyphr. 3 c; – auch vorher bekannt machen, τὸν φϑίμενον γὰρ προλέγω βέλτερα τῶνδε πράσσειν, ich sage es laut und rühmend, Aesch. Spt. 318; befehlen, Prom. 1073; so vom Gesetz, ὁ νόμος πέφυκε προλέγειν ὃ μὴ δεῖ πράττειν, Lycurg. 4; Din. 1, 71; auch νόμοι δεσμὸν προλέγουσιν, Dem. 24, 60; τοὺς πολέμο υς, Pol. 13, 3, 5.
-
2 περι-γίγνομαι
περι-γίγνομαι, ion. u. spätere Form - γίνομαι (s. γίγνομαι), – 1) darüber werden, -kommen, überlegen sein, τινός, Einem, ὅσσον περιγιγνόμεϑ' ἄλλων, Od. 8, 102; u. mit dem dat. der Sache, μήτι, an Klugheit, ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο, Il. 23, 318; absolut, Her. 1, 214. 6, 109; π ολυτροπίῃ τοῠ βασιλῆος περιγενέσϑαι, 2, 121, 5, wie 1, 207 u. sonst; auch c. acc. der Person, τοὺς Ἕλληνας, 9, 2, zw.; περιγενόμενοι τῇ μάχῃ, Thuc. 8, 16; Plat. vrbdt περιγίγνεσϑαι καὶ πλεονεκτεῖν τῶν ἐχϑρῶν, Rep. II, 362 b; τινός, Prot. 343 c; τῷ πολέμῳ, Menez. 242 e; τάχει τοσοῠτον περιεγένου αὐτοῠ, Xen. Cyr. 3, 1, 19 u. öfter; Pol. u. a. Sp. – 2) übrigseinod. blei den, am Leben bleiben, überleben; absolut, Her. 1, 122; συλλαβὼν τῆς στρατιῆς τοὺς περιγινομένο υς, 5, 46; auch αἱ νῆες περιεγεγόνεσαν, 8, 93, die Schiffe waren übrig geblieben, gerettet; u. c. gen., περιεγένετο τούτο υ τοῠ πάϑεος, er überlebte, rettete sich aus dieser Niederlage, 5, 46; συγκατοικίσαι δὲ καὶ Λεοντίνους, ἤν τι περιγίγνηται αὐτοῖς τοῦ πολέμο υ, Thuc. 6, 8; ἐκ τῶν μεγίστων, 2, 49; ἐὰν περιγίγνηταί τις τῶν υἱέων αὐτῷ, Plat. Legg. XI, 923 c; τῆς δίκης, davonkommen, Legg. X, 905 a; dah. als Ergebniß wovon übrig bleiben, τὰ περιγιγνόμενα τῇ πόλει ἀπονέμων, Legg. V, 745 a; περιεγένετο, ὥςτε καλῶς ἔχειν, es kam dahin, hatte solchen Ausgang, lief Alles gut ab, Xen. An. 5, 8, 26; vgl. περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν, Thuc. 2, 39; ἡ ἐκ τῆς ἱστορίας περιγιγνομένη ἐμπειρία, die sich aus der Geschichte ergiebt, Pol. 1, 35, 9; ἐκ φιλοσοφίας ἔφησεν αὑτῷ περιγεγονέναι τὸ μηδὲν ϑα υμάζειν, Plut. de audit. 8 A.; τὰ ἐκ τῆς ἀναιο χυντίας περιγιγνόμενα, Luc. Pseudol. 30.
См. также в других словарях:
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
Αγίου Στεφάνου, συνθήκη — Συνθήκη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας που έθεσε τέρμα στον μεταξύ τους πόλεμο (3 Μαρτίου 1878). Βλ. λ. Άγιος Στέφανος … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek